- ολιγότεκνος
- -η, -ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, -ον)αυτός που έχει λίγα τέκνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοτεκνότατος — ὀλιγότεκνος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοτέκνους — ὀλιγότεκνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοτεκνία — η (Α ὀλιγοτεκνία) [ολιγότεκνος] το να έχει κάποιος λίγα παιδιά … Dictionary of Greek